Χρόνος έκδοσης: 2006
Εκδοτικός οίκος: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗΣ
Εικονογράφηση: Γιάννης Στύλος


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Μετά το χωρισμό των γονιών της, η Λίνα ξέκοψε από τις φίλες της, τραγουδούσε χωρίς φωνή -ακόμη και στη χορωδία-, έπαιζε πάλι με τις κούκλες της, πίστευε πως ήταν σαν «φραντζόλα» και έλεγε τα μυστικά της μόνο στη γάτα της. Ώσπου άρχισε να λαβαίνει τρυφερά ηλεκτρονικά μηνύματα στον υπολογιστή της από κάποιον άγνωστο
Crazyboy...


Έχει μεταφραστεί στα αλβανικά και τσέχικα.


 Απόσπασμα (σελ. 50-56)
...................................................
Το τμήμα τους είχε δημιουργηθεί πέρυσι και περιλάμβανε δώδεκα κορίτσια και τρία αγόρια. Aυτοί οι τρεις από την πρώτη στιγμή είχαν πιάσει μαζί το τελευταίο θρανίο και είχαν κάνει κολιγιά, μοιράζοντας αναμεταξύ τους δίκαια όσες από τις συμμαθήτριές τους ήταν «εμφανίσιμες», λέει. Μετά είχαν αρχίσει το πλεύρισμα με τη συνηθισμένη τακτική – βλέμματα με σημασία κι επιδέξιες βολιδοσκοπήσεις, πριν από την πρόταση για μια πιο «στενή» παρέα. Οι μόνες που είχαν μείνει έξω απ’ αυτό το παιχνίδι τους ήταν οι τέσσερις της κοριτσοπαρέας. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με τα γούστα της κολιγιάς, η Πόπη ήταν σαν νήπιο, η Λίνα σαν φραντζόλα, η Ελένη σαν μπαγκέτα και η Κορίνα σαν εξωγήινη. Στην πραγματικότητα η Πόπη ήταν απλώς ασχημάτιστη ακόμη, γι’ αυτό έδειχνε πιο μικρή• η Λίνα, αντίθετα, είχε «απ’ όλα» και πλούσια, μόνο που δεν είχε προλάβει να πάρει και το ανάλογο ύψος, έτσι, φαινόταν να έχει παραπανίσια κιλά. Η Ελένη, από την άλλη, είχε πάρει το ύψος της κανονικά, αλλά της έλειπαν τα «γεμίσματα», γι’ αυτό φαινόταν ιδιαίτερα ψηλή κι αδύνατη. Όσο για την Κορίνα, ως μελλοντική πιανίστρια, μπαίνοντας στο μουσικό γυμνάσιο, είχε υιοθετήσει μια… καλλιτεχνική εμφάνιση – μαλλιά ίσια μαύρα μακριά μέχρι τη μέση, φρύδια ατίθασα, χωρίς καμία επέμβαση στις τρίχες τους, και πάντα μαύρα πολύ φαρδιά και μακριά ρούχα με μποτάκια μπόξιγκ. Και οι τέσσερίς τους όμως έδειχναν να μην πειράζονται που έμεναν εκτός παιχνιδιού, γιατί καμία τους, λέει, δεν έβρισκε του γούστου της αυτά τ’ αγόρια, τα οποία επιπλέον ήταν μόνο τρία και δε θα μπορούσαν, έτσι κι αλλιώς, να τους μοιραστούν, όπως απαιτούσαν οι άγραφοι κανόνες της κοριτσοπαρέας τους. Και, βέβαια, αδιαφορούσαν παντελώς για τα παρατσούκλια που ήξεραν ότι τους είχαν στο μεταξύ βγάλει: «νήπιο» την Πόπη, «φραντζόλα» τη Λίνα, «μπαγκέτα» την Ελένη κι «εξωγήινη» την Κορίνα.
Όταν τέλειωσε το μάθημα και βγήκαν από την τάξη, είδαν στο διάδρομο τη μεγάλη αδερφή της Πόπης, την Ντόρα, που πήγαινε στην τρίτη λυκείου. Περνούσε τέτοια ώρα, τελειώνοντας το φροντιστήριο που έκανε για τις πανελλαδικές εξετάσεις, κι έπαιρνε την Πόπη να πάνε μαζί σπίτι.
―Μα πώς είναι δυνατόν το «νήπιο» να έχει αδερφή μια τέτοια θεά; αναρωτιόνταν τα τρία αγόρια της κολιγιάς κοιτάζοντας λιγωμένα κάθε φορά την Ντόρα.
Η Πόπη, από την πλευρά της, καμάρωνε για την εντύπωση που έκανε η αδερφή της. Και καμάρωνε μια φορά γιατί είχε τέτοια αδερφή και δυο φορές γιατί όλοι έβλεπαν πώς θα γινόταν και η ίδια, όταν θα μεγάλωνε λιγάκι. Γιατί και η Ντόρα ήταν σκέτο ασχημόπαπο στην ηλικία της. Έτσι τουλάχιστον έλεγε η μητέρα τους. Όμως οι εμφανίσιμες της τάξης εκεί ζήλευαν κρυφά την αδερφή της, γιατί τις επισκίαζε, και, μην μπορώντας να κάνουν τίποτε άλλο, τα ’βαζαν πολλές φορές με την ίδια.
―Ήρθαν να πάρουν το «νήπιο», μην και χαθεί στο δρόμο, είπε τώρα μία στη διπλανή της αρκετά δυνατά, ώστε να την ακούσει και η Πόπη, που ερχόταν από πίσω με τις άλλες της κοριτσοπαρέας.
Την ίδια στιγμή ο χαρτοφύλακας από τη μασχάλη αυτής της εμφανίσιμης βρέθηκε κάτω στο πάτωμα κάνοντάς τη να στραφεί πίσω θυμωμένη, αλλά τα τέσσερα κορίτσια την κοίταξαν τελείως αθώα.
―Μη μου το παίζετε λευκές περιστερές! Εσείς μου τον σπρώξατε! τους σφύριξε μαζεύοντας το χαρτοφύλακά της από κάτω.
―Ιδέα σου! είπε εριστικά η Ελένη κοιτάζοντάς τη αφ’ υψηλού (μεταφορικά και κυριολεκτικά, φυσικά).
Η Πόπη καληνύχτισε στα γρήγορα τις φίλες της και έτρεξε στην Ντόρα, που ήδη της έκανε νοήματα ανυπομονησίας.
Σε λίγο η Λίνα, η Ελένη και η Κορίνα κατευθύνονταν αγκαζέ για το σπίτι της πρώτης, που έμενε στο παρακάτω οικοδομικό τετράγωνο. Έτσι πάντα έκαναν. Φτάνοντας εκεί, αντάμωσαν το Μάρκο, που επέστρεφε κι αυτός από το φροντιστήριο συνήθως αυτή την ώρα.
―Γεια! τους είπε χαμογελαστός και με ύφος μεγάλου αδερφού. Όλα καλά; Μου φέρατε σώα την αδερφούλα;
―Κόφ’ το το δούλεμα, αδερφούλη.
―Γιατί; Ψέματα λέω; Αν δεν είχες παρέα, θα ερχόμουν εγώ να σε πάρω…
―Γεια σας, κορίτσια, ξαπόστειλε στα γρήγορα τις φιλενάδες της η Λίνα κι ανασκουμπώθηκε για αδερφικό καβγά.
Εκείνες έσκασαν ένα χαμόγελο Τζοκόντας και τράβηξαν για τις δικές τους πολυκατοικίες δύο τετράγωνα πιο κει.
―Δε χρειάζομαι συνοδεία για ένα τετράγωνο, αδερφούλη! του σφύριξε τώρα η Λίνα σπρώχνοντας τη μεγάλη τζαμόπορτα της εισόδου.
―Αυτό να το πεις στη μαμά, μικρό.
―Και πάψε να με λες μικρό πια!
―Oκέι, μι…
Τον αγριοκοίταξε.
―Oκέι, αδερφούλα, διόρθωσε αμέσως. Νευράκια; Νευράκια;
Και βέβαια είχε νεύρα η Λίνα. Και νεύρα και στενοχώρια. Και, όσο πλησίαζαν οι μέρες των διακοπών, την έζωνε ΚΑΙ μελαγχολία. Η γνωστή μελαγχολία των Χριστουγέννων που πιάνει μερικούς ανθρώπους τις γιορταστικές ημέρες. Μόνο που τη Λίνα την είχε πιάσει με το που μπήκε ο Δεκέμβρης. Πού άλλες χρονιές… Τότε που την έπιανε μόνο το πνεύμα των Χριστουγέννων και δεν την άφηνε να κάνει καμία στενόχωρη σκέψη πάνω από λίγα λεπτά. Αλλά τότε ο πατέρας της δεν είχε φτιάξει καινούρια οικογένεια…
―Τι θα κάνουμε τα Χριστούγεννα, μαμά; ρώτησε καθώς έτρωγαν λίγο πιο ύστερα.
―Ό,τι κάνουμε κάθε χρόνο, απάντησε εκείνη και την κοίταξε περίεργα. Γιατί ρωτάς;
―Γιατί εφέτος είναι διαφορετικά, είπε η Λίνα τονίζοντας με σημασία την τελευταία λέξη.
―Να μην ανησυχείς. Τίποτε δε θ’ αλλάξει…
―Ναι, καλά…
―Θα δεις, τη διαβεβαίωσε η μητέρα της.
―Και Πρωτοχρονιά πού θα κάνουμε;
Την Παραμονή πάντα πήγαιναν στη θεία Όλγα, την αδερφή του πατέρα τους, όπου έρχονταν κι έμεναν για τις γιορτές και οι παππούδες τους από την Τσαγκαράδα. Και αυτοί έπαιρναν μαζί τους και τους άλλους παππούδες τους, τους γονείς της μητέρας τους, που έρχονταν για Πρωτοχρονιά από τα Χανιά κι έμεναν στο δικό τους σπίτι.
―Ε; ξαναρώτησε η Λίνα, γιατί η μητέρα της αργούσε ν’ απαντήσει. Πρωτοχρονιά πού θα κάνουμε;
―Φαντάζομαι στη θεία Όλγα. Αν το κάνει εφέτος…
―Να η πρώτη αλλαγή! θριαμβολόγησε πικρόχολα η Λίνα. Δεν είμαστε σίγουροι, ενώ μέχρι πέρυσι, ο κόσμος να χαλούσε, πηγαίναμε για Πρωτοχρονιά στη θεία Όλγα!
―Εγώ βαρέθηκα αυτή τη συζήτηση! Πάω στο δωμάτιό μου, είπε ο Μάρκος, που μέχρι τότε έτρωγε αμίλητος, και σηκώθηκε απότομα. Και καλύτερα να μη μαζευτούμε στη θεία Όλγα. Έτσι, θα κάνω Πρωτοχρονιά στο Σύνταγμα με την παρέα μου. Εκεί να δεις χαβαλέ!…, και, μαζεύοντας το πιάτο του, πήγε στο δωμάτιό του.
Η μητέρα τους έμεινε για λίγα λεπτά σιωπηλή κοιτάζοντας το πιάτο της. Η Λίνα πρόσεξε πως ήταν σχεδόν ανέγγιχτο. Ένιωσε μέσα της μια ταραχή. Όταν η μητέρα τους δεν έτρωγε, η κατάσταση ήταν πάρα πολύ σοβαρή. Η όποια κατάσταση!
―Μαμά, είσαι καλά;
―Μια χαρά, παιδί μου!
«Και δυο τρομάρες» συμπλήρωσε από μέσα της η Λίνα.
―Μια χαρά σού λέω! επανέλαβε η μητέρα της, λες και την είχε ακούσει. Να μην ανησυχείς για τίποτε. Εγώ είμαι εδώ… Και ο πατέρας σου, συμπλήρωσε μετά από μια μικρή ανεπαίσθητη παύση. Ό,τι και να συνέβη ανάμεσα σε μας τους δυο, εξακολουθούμε να είμαστε γονείς σας και να σας αγαπάμε και να σας φροντίζουμε από κοινού.
―Oκέι! Oκέι! Μας τα είπατε αυτά. Πάω κι εγώ να ξαπλώσω…
Στο κρεβάτι της την περίμενε η Χόνεϊ.
―Είσαι έτοιμη; τη ρώτησε. Πιπί σου έκανες; και της έδειξε ένα μικρό πάσο στην μπαλκονόπορτα, απ’ όπου μπορούσε η γάτα να πάει στην άμμο της έξω στο μπαλκόνι.
Η Χόνεϊ ανακλαδίστηκε.
―Ωραία. Περίμενε τότε να ετοιμαστώ κι εγώ. Να πλύνω δόντια και τα λοιπά. Έτσι; Εσύ ζέστανε το κρεβάτι, κι έρχομαι.
Η Χόνεϊ σηκώθηκε νωχελικά και τρύπωσε κάτω από τα σκεπάσματα. Όταν έπεσε από κάτω και η Λίνα, άρχισε να της γουργουρίζει.
―Δύσκολα τα πράματα, Χόνεϊ, της ψιθύρισε εκείνη. Να δούμε τι γιορτές θα κάνουμε εφέτος… Όσο και να θέλει η μαμά, δε θα είναι το ίδιο πια… Και την άλλη βδομάδα κανονικά θα πρέπει να πάμε με τον μπαμπά ν’ αγοράσουμε το δέντρο. Θα έρθει;… Και πες ότι έρχεται γι’ αυτό, θα το στολίσουμε όμως μαζί όπως κάθε χρόνο; Θα του τραγουδήσουμε; Θα φάμε μαζί τα Χριστούγεννα; Και την Παραμονή τι θα γίνει; Και πες ότι θα μας καλέσει η θεία Όλγα, οι Χανιώτες παππούδες θα θέλουν να έρθουν μαζί μας εκεί, τώρα που δεν είναι συγγενείς; Κι αν είναι καλεσμένοι και οι καινούριοι παππούδες; Που γιατί να μην είναι, δηλαδή; Γι’ αυτό σου λέω. Μύλος! Καλύτερα να μην τα σκέφτεσαι αυτά. Άντε, καληνύχτα!

Η συνέχεια στο βιβλίο...